προσόψι(ον)

προσόψι(ον)
το полотенце (для рук, лица)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προσόψι(ον)" в других словарях:

  • προσόψι(ο) — το / προσόψι(ον), ΝΜ [προσόψιος] πετσέτα για το πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • προσόψι — το ειδικό ύφασμα για σκούπισμα του προσώπου, αλλ. πετσέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσοψι — πρόσοψις appearance fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμάξιον — τὸ, Α [μάσσω] προσόψι, πετσέτα …   Dictionary of Greek

  • πεσκίρι — το (λ. τουρκ.), προσόψι, πετσέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετσέτα — η (λ. ιταλ.), προσόψι, το: Καθένας στο τραπέζι έχει την πετσέτα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»